τήραγμα

τήραγμα
το, -ατος
κοίταγμα: Άγριο τήραγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τήραγμα — το, Ν [τηράζω] βλέμμα, κοίταγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”